ὑδρωπικός

ὑδρωπικός
5203 ὑδρωπικός
{прил., 1}
страдающий водянкой, т.е. водяною болезнью, состоящей в ненормальном скоплении в полостях тела жидкой части крови и лимфы (Лк. 14:2).*

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ὑδρωπικός" в других словарях:

  • ὑδρωπικός — suffering from dropsy masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υδρωπικός — ή, ό / ὑδρωπικός, ή, όν, ΝΑ [ὕδρωψ, ωπος] 1. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από υδρωπικία 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ύδρωπα ή και αυτός που προέρχεται από την παραπάνω νόσο (α. «υδρωπικά συμπτώματα» β. «ὑδρωπικαὶ ἐκδηλώσεις», Ορειβ.) αρχ …   Dictionary of Greek

  • υδρωπικός, -ή — ό 1. που έχει σχέση με την υδρωπικία (βλ. λ.), που προέρχεται από υδρωπικία: Υδρωπικά συμπτώματα. 2. αυτός που πάσχει από υδρωπικία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑδρωπικά — ὑδρωπικός suffering from dropsy neut nom/voc/acc pl ὑδρωπικά̱ , ὑδρωπικός suffering from dropsy fem nom/voc/acc dual ὑδρωπικά̱ , ὑδρωπικός suffering from dropsy fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑδρωπικῶν — ὑδρωπικός suffering from dropsy fem gen pl ὑδρωπικός suffering from dropsy masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑδρωπικόν — ὑδρωπικός suffering from dropsy masc acc sg ὑδρωπικός suffering from dropsy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑδρωπικαῖς — ὑδρωπικός suffering from dropsy fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑδρωπικοῖς — ὑδρωπικός suffering from dropsy masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑδρωπικοῖσι — ὑδρωπικός suffering from dropsy masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑδρωπικοί — ὑδρωπικός suffering from dropsy masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑδρωπικοῦ — ὑδρωπικός suffering from dropsy masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»